φιλανθρωπία

φιλανθρωπία
η, ΝΜΑ [φιλάνθρωπος]
1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.)
2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι
φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες
3. θεολ. η αγάπη τού θεού για τον άνθρωπο, με κορυφαία έκφραση το μυστήριο τής ενανθρώπισης τού Χριστού («ὅτε... ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῡ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ», ΚΔ)
νεοελλ.
η αγάπη τού ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του υπό τη μορφή τής ελεημοσύνης και τής γενικότερης ηθικής και υλικής συμπαράστασης προς εκείνους που έχουν ανάγκη από αυτήν, αγαθοεργία
αρχ.
1. πραότητα, επιείκεια
2. παραχώρηση, προνόμιο
3. (για πράγμ.) ηπιότητα
4. φρ. α) «φιλανθρωπία λόγων» — φιλοφροσύνη (Δημοσθ.)
β) «χώρα ἐστερημένη πάσης φιλανθρωπίας» — χώρα έρημη, χωρίς κανένα έργο πολιτισμού (Διόδ.)
γ) «θεία φιλανθρωπία» — αυτοκρατορική δωρεά επιγρ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλανθρωπία — φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc/acc dual φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίᾳ — φιλανθρωπίαι , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπία — η 1. η αγάπη προς τους ανθρώπους, η φιλαλληλία, η αγαθοεργία. 2. πράξη φιλάνθρωπη, ευεργεσία: Όλο φιλανθρωπίες κάνει στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλανθρωπίας — φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem acc pl φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίαι — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίαν — φιλανθρωπίᾱν , φιλανθρωπία humanity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπιῶν — φιλανθρωπία humanity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίαις — φιλανθρωπία humanity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίη — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Philanthropie — „Der Philanthrop“. Plastik in Pinneberg (1992) Unter Philanthropie (griechisch φιλανθρωπία philanthrōpía, von φίλος phílos „Freund“ und άνθρωπος ánthrōpos „Mensch“) versteht man ein allgemein menschenfreundliches Denken und Verhalten. Der Begriff …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”